ευδιάγνωστος

ευδιάγνωστος
ος , ον уст. легко узнаваемый, распознаваемый, различимый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ευδιάγνωστος" в других словарях:

  • εὐδιάγνωστος — easy to distinguish masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευδιάγνωστος — η, ο (ΑΜ εὐδιάγνωστος, ον) 1. αυτός ο οποίος αναγνωρίζεται εύκολα 2. (για νόσο) εκείνη τής οποίας είναι εύκολη η διάγνωση 3. πολύ γνωστός, πασίγνωστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δια γνωστός (< δια γιγνώσκω)] …   Dictionary of Greek

  • εὐδιαγνωστότατον — εὐδιάγνωστος easy to distinguish masc acc superl sg εὐδιάγνωστος easy to distinguish neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδιάγνωστον — εὐδιάγνωστος easy to distinguish masc/fem acc sg εὐδιάγνωστος easy to distinguish neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδιαγνώστοις — εὐδιάγνωστος easy to distinguish masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδιαγνώστους — εὐδιάγνωστος easy to distinguish masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδιαγνώστων — εὐδιάγνωστος easy to distinguish masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδιάγνωστα — εὐδιάγνωστος easy to distinguish neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδιάγνωστοι — εὐδιάγνωστος easy to distinguish masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»